Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Μπορούμε να κάνουμε πρόβλεψη;

Η πρόβλεψη της οικονομικής δραστηριότητας στηρίζεται στην ανάλυση των οικονομικών δεικτών. Τα θεμέλια της ανάλυσης αυτής τέθηκαν από τους Burns και Mitchell στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η εργασία τους δημοσιεύτηκε το 1946 και έθεσε τη βάση για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν από το Εθνική Υπηρεσία Οικονομικής Έρευνας (National Bureau of Economic Research, NBER) για την χρονολόγηση του οικονομικού κύκλου στις Η.Π.Α. Οι μέθοδοι αυτές επανεξετάσθηκαν από τους Moore, Zarnowitz και άλλους (1988) στο Κέντρο Διεθνών Ερευνών του Οικονομικού Κύκλου της Νέας Υόρκης (Center for International Business Cycle Research, CIBCR, το οποίο μετονομάσθηκε σε: Foundation for International Business and Economic Research, FIBER). Και πλέον το Ινστιτούτο Έρευνας του Οικονομικού Κύκλου (Economic Cycle Research Institute, ECRI) αναλαμβάνει την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και για τις άλλες χώρες του κόσμου.
Η φιλοσοφία των δεικτών αυτών στηρίζεται στην άποψη ότι από τον συνδυασμό πολλών δεικτών θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πληροφορίες για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, ο Δείκτης Οικονομικής Συγκυρίας περιλαμβάνει τη βιομηχανική παραγωγή, τα επίπεδα απασχόλησης και ανεργίας, λιανικές πωλήσεις, πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και πραγματικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Παρομοίως, ο Προπορευόμενος Δείκτης κατασκευάσθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις ώρες απασχόλησης, τη μεταβολή στις τιμές των προϊόντων, τις άδειες οικοδόμησης, τις τιμές χρεογράφων. Τέλος, ο Βραδυπορών Δείκτης (lagging index) περιλαμβάνει σειρές όπως μακροπρόθεσμα ποσοστά ανεργίας, επίπεδα επενδύσεων, κόστος απασχόλησης εργατών ανά μονάδα παραγωγής, πραγματική δαπάνη για το κεφάλαιο και επιτόκια. Ο δείκτης αυτός φέρει το όνομα Βραδυπορών, γιατί επιβεβαιώνει το σημείο εναλλαγής της οικονομικής δραστηριότητας, αφού πρώτα εντοπισθεί από τους άλλους δύο δείκτες. Στις ερμηνευτικές μεταβλητές που χρησιμοποιούν οι δείκτες, μπορούν να προστεθούν νέες, όπως η προσφορά χρήματος, οι καταναλωτικές προτιμήσεις, αλλά και πολλές να καταργηθούν, γιατί δεν αποδεικνύονται καλές οι προβλέψεις τους.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των μεταβλητών στην κατασκευή των δεικτών είναι: (1) η μεταβλητή πρέπει να είναι στατιστικά σημαντική, (2) να μην υπόκειται σε σημαντικές αναθεωρήσεις, (3) να αποκαλύπτει μια συνεπή σχέση στην πορεία του χρόνου με τις κορυφές και τα κατώτατα σημεία του οικονομικού κύκλου, (4) να διέπεται από γενικές κυκλικές τάσεις παρόμοιες του οικονομικού κύκλου, (5) να μη διακρίνεται από ακανόνιστες και μη κυκλικές διακυμάνσεις και (6) να διατίθεται άμεσα, κατά προτίμηση οι παρατηρήσεις να είναι μηνιαίες ή τριμηνιαίες.
Το πλεονέκτημα των οικονομικών δεικτών έναντι των άλλων περίπλοκων οικονομετρικών μοντέλων είναι ότι είναι απλοί, κατανοητοί και ερμηνεύονται εύκολα. Ωστόσο, έχουν και πολλά μειονεκτήματα όπως και τα οικονομετρικά μοντέλα.
Ο Προπορευόμενος Δείκτης αξιολογήθηκε σε εσωδειγματικές (in sample) προβλέψεις υφέσεων, δηλαδή σε πρόβλεψη υφέσεων που έχουν ήδη συμβεί. Ωστόσο η εγκυρότητά του σε εξωδειγματικές προβλέψεις (out of sample) υφέσεων, δηλαδή σε πρόβλεψη υφέσεων που δεν έχουν ακόμη συμβεί, είναι ένα άλλο ζητούμενο. Οι Moore (1983), Zarnowitz και Braun (1988) υποστηρίζουν την εγκυρότητα των προβλέψεων του Προπορευόμενου Δείκτη και εκτός δείγματος.
Ένα πρόβλημα με τον Προπορευόμενο Δείκτη, αλλά και με τους άλλους δείκτες, είναι ότι πολλές φορές οι μεταβλητές που χρησιμοποιεί έχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να επιλέξουμε ποια μεταβλητή θα κρατήσουμε και ποια θα αποβάλλουμε. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες στις Η.Π.Α. ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή μειώθηκε, ενώ ο δείκτης νεοανεγειρομένων οικοδομών αυξήθηκε. Για να αποφύγουμε αυτό το πρόβλημα, οι προβλέψεις μας θα πρέπει να βασίζονται σε ένα σταθμικό μέσο όρο των παραπάνω μεταβλητών.
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το χρονικό σημείο στροφής από διαστολή σε συστολή ή το ανάποδο. Ο κανόνας που συχνά χρησιμοποιείται είναι τρεις συναπτές μειώσεις στον Προπορευόμενο Δείκτη σηματοδοτούν ένα σημείο στροφής, ότι ίσως επίκειται η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο τρόπος αυτός ήταν χρήσιμος στην πρόβλεψη της ύφεσης του 1973, αλλά έδωσε μικτά αποτελέσματα για την ύφεση του 1980 και δεν βοήθησε καθόλου στην πρόβλεψη της ύφεσης του 1981 και του 1990, ενώ έδωσε λανθασμένα αποτελέσματα για τις υφέσεις του 1987 και του 1995.
Οι Diebold και Rudebusch (1989) χρησιμοποίησαν μία πιο εξεζητημένη προσέγγιση για να εντοπίσουν και να υπολογίσουν για κάθε χρονική στιγμή την πιθανότητα εμφάνισης του σημείου στροφής. Αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιεί το υπόδειγμα Αλλαγής Καθεστώτος (Regime – Switching Model), επειδή σε κάθε χρονική στιγμή η πιθανότητα αναθεωρείται, αφού λαμβάνουμε υπόψη νέα στοιχεία. Η μέθοδος αυτή ονομάζεται Προσέγγιση των Διαδοχικών Πιθανοτήτων των Σημείων Στροφής (Sequential – Probability – of –Turning- Point Approach). Οι Diebold και Rudebusch βρήκαν ότι αυτή η προσέγγιση συμπεριφέρεται καλύτερα από τον κανόνα των τριών συναπτών μειώσεων στην πρόβλεψη των μεταπολεμικών υφέσεων.
Ως Προπορευόμενοι Δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και χρηματοοικονομικές μεταβλητές. Στο άρθρο των Estrella και Mishkin (1998) εξετάζεται η προβλεπτική ικανότητα των χρηματοοικονομικών μεταβλητών. Μεταβλητές όπως το επιτόκιο, οι τιμές των μετοχών, αλλά και άλλες χρηματοοικονομικές μεταβλητές αξιολογούνται σε συνδυασμό με άλλες χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές μεταβλητές και σε αναλύσεις εκτός δείγματος για ένα μέχρι οχτώ τρίμηνα στο μέλλον. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τιμές των μετοχών είναι χρήσιμες για χρονικό ορίζοντα ενός ή τριών τριμήνων. Το άρθρο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην πρόβλεψη της ύφεσης και όχι στην ποσοτική μέτρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι λόγοι για τους οποίους χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικές μεταβλητές είναι δύο. Πρώτον, οι δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διπλό έλεγχο, θεωρητικό και οικονομετρικό. Δεύτερον, η απλότητα αυτών των δεικτών. Το βασικό μοντέλο που χρησιμοποιούν ώστε να μετρήσουν την προβλεπτική ικανότητα των μεταβλητών σε σχέση με τις μελλοντικές υφέσεις είναι τo υπόδειγμα “probit” (παράρτημα 2) , Estrella και Hardouvelis, 1991, Estrella & Mishkin, 1998, και Chin, Geweke και Miller, 2000. Σε αυτό το υπόδειγμα οι μεταβλητές που περιλαμβάνονται επιλέγονται σύμφωνα με την ικανότητά τους να προβλέπουν μια ύφεση του παρελθόντος. Το πρόβλημα με αυτό το μοντέλο είναι ότι επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις υφέσεις και οι υφέσεις είναι σπάνιες. Ένα επιπρόσθετο μειονέκτημα των υποδειγμάτων “Probit”(παράρτημα 2) είναι ότι οι επιλογές στην οικονομική πολιτική μπορούν να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισης της ύφεσης, όμως τα μοντέλα αυτά δεν μπορούν να διαχωρίσουν την επίπτωση της οικονομικής πολιτικής και των διαταραχών (shocks) που προέρχονται από άλλους παράγοντες.
Οι King και Watson (1993) συσχέτισαν μέσω του οικονομικού κύκλου, το ονομαστικό χρήμα με την πραγματική οικονομική δραστηριότητα στην Αμερική εκτιμώντας τρία διαφορετικά μοντέλα. Το πρώτο αφορά το μοντέλο του πραγματικού οικονομικού κύκλου με ενδογενές χρήμα. Στο δεύτερο μοντέλο, το χρήμα θεωρήθηκε ουδέτερο εξαιτίας της αναπροσαρμογής των τιμών των προϊόντων. Στο τρίτο, πάλι το χρήμα θεωρήθηκε ουδέτερο, εξαιτίας όμως της αναπροσαρμογής του χαρτοφυλακίου.
Στην ανάλυση αυτή, αποδεικνύεται ότι στον πραγματικό οικονομικό κύκλο οι νομισματικές αλλαγές μπορούν να προβλέψουν την πραγματική οικονομική δραστηριότητα και αυτό, γιατί η παραγωγικότητα και το χρήμα σχετίζονται με τις πηγές που προκαλούν διαταραχές στην οικονομία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα σχετικά με την προβλεπτική ικανότητα νομισματικών μεταβλητών.
Συγκεκριμένα, εντόπισαν ισχυρή θετική σχέση της ονομαστικής προσφοράς χρήματος (nominal money stock) και των διακυμάνσεων της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη του οικονομικού κύκλου στην Αμερική, είναι ότι το ονομαστικό χρήμα αναδεικνύεται σε Προπορευόμενο Δείκτη της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που σημαίνει, πως μία αύξηση της ποσότητας χρήματος στο παρόν θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα προϊόντος στο μέλλον.
Ένας εναλλακτικός τρόπος πρόβλεψης των σημείων εναλλαγής είναι τα Οικονομετρικά μοντέλα. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι χειρισμού του προβλήματος πρόβλεψης των σημείων στροφής. Ο πρώτος είναι να βασιστούμε στα στατιστικά μοντέλα, τα οποία κατασκευάζονται για να προβλέψουν τις μελλοντικές τιμές των οικονομικών μεταβλητών, μία εκ των οποίων είναι και το πραγματικό Α.Ε.Π. Ο άλλος είναι να κατασκευάσουμε ένα μοντέλο το οποίο εστιάζει άμεσα στην πρόβλεψη του σημείου στροφής. Γνωστά παραδείγματα οικονομετρικών μοντέλων είναι τα διαρθρωτικά υποδείγματα (structural models). Αυτά τα μοντέλα συνήθως χρησιμοποιούν ένα σύστημα εξισώσεων του οποίου οι επιμέρους εξισώσεις αντιπροσωπεύουν κάποια συγκεκριμένη πτυχή της οικονομικής θεωρίας (συμπεριφορά καταναλωτών, παραγωγών κτλ). Αρκετά μοντέλα προβλέψεων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, όπως πχ το υπόδειγμα Penn- MIT.
Όλα αυτά τα μοντέλα συμπεριλαμβάνουν φανερά ή σιωπηρά άποψη για τους οικονομικούς κύκλους. Η δομή των υποδειγμάτων παραμένει σταθερή και δεν αλλάζει εξαιτίας της συστολής ή της διαστολής. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην συστολή και τη διαστολή εντοπίζεται στο πρόσημο και πιθανόν στο μέγεθος της διάρκειας που προκλήθηκε από τη διαταραχή στην οικονομία (Stock και Waston, 1989, και Diebold και Rudebusch 1996).
Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται από την ομοσπονδιακή τράπεζα της Ατλάντα (Atlanta Fed) είναι το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα (Bayesian VAR, BVAR) το οποίο είναι λιγότερο ακριβές στην εκτίμηση της ύφεσης από ό,τι οι προπορευόμενοι δείκτες που προτάθηκαν από τους Estrella και Miskin, (1998). Το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα περιλαμβάνει έξι μεταβλητές, οι οποίες είναι διαθέσιμες από το 1959: το επιτόκιο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή (CPI), η προσφορά χρήματος M2 (παράρτημα 3), η τιμή του πετρελαίου, η ανεργία και το πραγματικό Α.Ε.Π. Όλες οι μεταβλητές, με εξαίρεση το πραγματικό Α.Ε.Π., είναι διαθέσιμες σε μηνιαία στοιχεία και εκφράζονται με λογαρίθμους. Σύμφωνα με τη Μπεϋσιανή παράδοση, το μοντέλο χρησιμοποιεί προγενέστερες πληροφορίες για να εκτιμήσει τις παραμέτρους.
Η πιθανότητα της ύφεσης εκτιμάται ακολουθώντας τα εξής βήματα (εκτίμηση εκτός δείγματος). α) εκτιμούμε το μοντέλο χρησιμοποιώντας μόνο τα στοιχεία τα οποία είναι διαθέσιμα, β) χρησιμοποιούμε τη διαδικασία Monte Carlo (παράρτημα 4) για να δημιουργούμε 2000 σειρές από την κατανομή πιθανότητας της πρόβλεψης του πραγματικού Α.Ε.Π. γ) για κάθε σειρά προσδιορίζουμε αν η ύφεση θα συμβεί στα επόμενα 8 τρίμηνα ή όχι και δ) προσδιορίζουμε την εκτίμηση που αφορά στην πιθανότητα της ύφεσης. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας.
Πρώτον, το μοντέλο βασίζεται μόνο στα διαθέσιμα στοιχεία (δηλαδή στα στοιχεία μέχρι πριν τη χρονική στιγμή που θέλουμε να εκτιμήσουμε). Δεύτερον, εκτιμάει την πιθανότητα της ύφεσης που πρόκειται να συμβεί στα επόμενα 8 τρίμηνα, συμπεριλαμβανόμενου και του τρέχοντος τριμήνου.
Υπάρχουν δύο λόγοι για να εκτιμήσουμε τις πιθανότητες με αυτόν τον τρόπο. Πρώτον, μας επιτρέπει τη σύγκριση της ακρίβειας του αποτελέσματος της εκτίμησης, που προκύπτει από το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα, σε σχέση με το αποτέλεσμα του Προπορευόμενου Δείκτη, που δεν προβλέπει με ακρίβεια την ύφεση. Δεύτερον, από την πλευρά των ατόμων που αποφασίζουν και σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική, η ακριβής εκτίμηση της χρονικής στιγμής της ύφεσης είναι λιγότερο σημαντική από την εκτίμηση και τον καθορισμό της πιθανότητας της ύφεσης στο άμεσο μέλλον.
Η προβλεπτική ικανότητα των BVAR σε απόλυτους όρους, αλλά και σε σχέση με τον Προπορευόμενο Δείκτη ποικίλλει. Το BVAR προέβλεψε την ύφεση του 1973 και του 1980. Για το 1973, προέβλεπε την ύφεση μερικούς μήνες νωρίτερα από ότι τελικά συνέβη, ενώ η πρόβλεψη του Προπορευόμενου Δείκτη ήταν πιο εύστοχη. Για την ύφεση του 1980, οι προειδοποιήσεις του BVAR αποδείχθηκαν πιο εύστοχες από ότι οι προειδοποιήσεις του Προπορευόμενου Δείκτη. Για την ύφεση του 1981, το BVAR έδωσε πολύ ξεκάθαρη πρόβλεψη στην αρχή του χρόνου, ενώ ο Προπορευόμενος Δείκτης δεν έκανε καμία πρόβλεψη. Ωστόσο, η προβλεπτική ικανότητα του BVAR δεν είναι σταθερή, αλλά μειώνεται κάτω από το 50% λίγο πριν την ύφεση. Τέλος, και τα δύο υποδείγματα, το BVAR και ο Προπορευόμενος Δείκτης, απέτυχαν να προβλέψουν την ύφεση του 1990. Ενώ, για τις υφέσεις του 1987 και του 1995 και τα δύο υποδείγματα έδωσαν λανθασμένες προβλέψεις. Το BVAR έχει καλύτερη προβλεπτική ικανότητα από τον Προπορευόμενο Δείκτη, οι προβλέψεις του οποίου βασίζονται σε αφελείς κανόνες, σύμφωνα με τον Del Negro (2001).
Για όλες τις υφέσεις, μετά το 1970, το μοντέλο των Estrella – Mishkin είναι πιο επίκαιρο και πιο ακριβές από το BVAR και ιδίως για τις τρεις τελευταίες υφέσεις. Για να βελτιωθεί η προβλεπτική ικανότητα των BVAR το μοντέλο ενισχύεται με μια ακόμη μεταβλητή από τη λίστα που είδαμε νωρίτερα, η οποία έχει προβλεπτική ικανότητα.

1 σχόλιο: