Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Τι είναι ηλεκτρονικός ιστότοπος;

Ως ηλεκτρονικός ιστότοπος ορίζεται κάθε ιστότοπος που προσφέρει ενημέρωση. Μπορεί να είναι ένα blog,ένα indymedia καθώς και ένα ηλεκτρονικό site μια εφημερίδας. Όπως όμως και με κάθε μορφή επικοινωνίας ο δημιουργός του μηνύματος είναι αυτός που φέρει την ευθύνη για αυτό και όχι ο δημιουργός της τεχνολογίας.
Στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία η αφήγηση δεν γίνεται μόνο μέσα από τις λέξεις και τα κείμενα αλλά μέσα από πολλαπλές γλώσσες (κείμενα, ήχοι, γραφικές αναπαραστάσεις, βίντεο, υπολογιστική γλώσσα), οι οποίες όλες μαζί συνθέτουν μια αναπαράσταση. Στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία δηλαδή δεν αξιολογείται η γλώσσα και οι λέξεις του κειμένου. Η σελίδα της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας δεν είναι κείμενο εφημερίδας, ώστε να αξιολογείται φιλολογικά ή εννοιολογικά, εξετάζοντας εμφατικά την είδηση. Η ηλεκτρονική δημοσιογραφία πρέπει να αξιολογείται με βάσει την λειτουργικότητα, την αρχιτεκτονική δομή της πληροφορίας στον ιστό, τις αυτοματοποιημένες και εξατομικευμένες υπηρεσίες του ιστού, την προσβασιμότητα, την υποκειμενικότητα και την διαπεραστικότητα που υπάρχει στο site.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν μερικά από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ύπαρξης της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας.

Πλεονεκτήματα:

• Εύκολη πρόσβαση στην ενημέρωση
• Εξατομίκευση της πληροφορίας
• Ταχύτητα διάδοσης των μηνυμάτων
• Πρόσβαση στη πληροφορία οποιαδήποτε στιγμή
• Διαδραστικότητα
• Ευχρηστία στην εύρεση και αναζήτηση πληροφορίας

Μειονεκτήματα:

• Προσπέλαση της πληροφορίας μόνο από όσους διαθέτουν τα τεχνικά μέσα να το κάνουν
• Πρόσβαση στην ενημέρωση μόνο από όσους έχουν τις γνώσεις να χειριστούν το διαδίκτυο
• Θέματα πνευματικών δικαιωμάτων της πληροφορίας

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Μπορούμε να κάνουμε πρόβλεψη;

Η πρόβλεψη της οικονομικής δραστηριότητας στηρίζεται στην ανάλυση των οικονομικών δεικτών. Τα θεμέλια της ανάλυσης αυτής τέθηκαν από τους Burns και Mitchell στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η εργασία τους δημοσιεύτηκε το 1946 και έθεσε τη βάση για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν από το Εθνική Υπηρεσία Οικονομικής Έρευνας (National Bureau of Economic Research, NBER) για την χρονολόγηση του οικονομικού κύκλου στις Η.Π.Α. Οι μέθοδοι αυτές επανεξετάσθηκαν από τους Moore, Zarnowitz και άλλους (1988) στο Κέντρο Διεθνών Ερευνών του Οικονομικού Κύκλου της Νέας Υόρκης (Center for International Business Cycle Research, CIBCR, το οποίο μετονομάσθηκε σε: Foundation for International Business and Economic Research, FIBER). Και πλέον το Ινστιτούτο Έρευνας του Οικονομικού Κύκλου (Economic Cycle Research Institute, ECRI) αναλαμβάνει την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και για τις άλλες χώρες του κόσμου.
Η φιλοσοφία των δεικτών αυτών στηρίζεται στην άποψη ότι από τον συνδυασμό πολλών δεικτών θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πληροφορίες για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, ο Δείκτης Οικονομικής Συγκυρίας περιλαμβάνει τη βιομηχανική παραγωγή, τα επίπεδα απασχόλησης και ανεργίας, λιανικές πωλήσεις, πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και πραγματικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Παρομοίως, ο Προπορευόμενος Δείκτης κατασκευάσθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις ώρες απασχόλησης, τη μεταβολή στις τιμές των προϊόντων, τις άδειες οικοδόμησης, τις τιμές χρεογράφων. Τέλος, ο Βραδυπορών Δείκτης (lagging index) περιλαμβάνει σειρές όπως μακροπρόθεσμα ποσοστά ανεργίας, επίπεδα επενδύσεων, κόστος απασχόλησης εργατών ανά μονάδα παραγωγής, πραγματική δαπάνη για το κεφάλαιο και επιτόκια. Ο δείκτης αυτός φέρει το όνομα Βραδυπορών, γιατί επιβεβαιώνει το σημείο εναλλαγής της οικονομικής δραστηριότητας, αφού πρώτα εντοπισθεί από τους άλλους δύο δείκτες. Στις ερμηνευτικές μεταβλητές που χρησιμοποιούν οι δείκτες, μπορούν να προστεθούν νέες, όπως η προσφορά χρήματος, οι καταναλωτικές προτιμήσεις, αλλά και πολλές να καταργηθούν, γιατί δεν αποδεικνύονται καλές οι προβλέψεις τους.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των μεταβλητών στην κατασκευή των δεικτών είναι: (1) η μεταβλητή πρέπει να είναι στατιστικά σημαντική, (2) να μην υπόκειται σε σημαντικές αναθεωρήσεις, (3) να αποκαλύπτει μια συνεπή σχέση στην πορεία του χρόνου με τις κορυφές και τα κατώτατα σημεία του οικονομικού κύκλου, (4) να διέπεται από γενικές κυκλικές τάσεις παρόμοιες του οικονομικού κύκλου, (5) να μη διακρίνεται από ακανόνιστες και μη κυκλικές διακυμάνσεις και (6) να διατίθεται άμεσα, κατά προτίμηση οι παρατηρήσεις να είναι μηνιαίες ή τριμηνιαίες.
Το πλεονέκτημα των οικονομικών δεικτών έναντι των άλλων περίπλοκων οικονομετρικών μοντέλων είναι ότι είναι απλοί, κατανοητοί και ερμηνεύονται εύκολα. Ωστόσο, έχουν και πολλά μειονεκτήματα όπως και τα οικονομετρικά μοντέλα.
Ο Προπορευόμενος Δείκτης αξιολογήθηκε σε εσωδειγματικές (in sample) προβλέψεις υφέσεων, δηλαδή σε πρόβλεψη υφέσεων που έχουν ήδη συμβεί. Ωστόσο η εγκυρότητά του σε εξωδειγματικές προβλέψεις (out of sample) υφέσεων, δηλαδή σε πρόβλεψη υφέσεων που δεν έχουν ακόμη συμβεί, είναι ένα άλλο ζητούμενο. Οι Moore (1983), Zarnowitz και Braun (1988) υποστηρίζουν την εγκυρότητα των προβλέψεων του Προπορευόμενου Δείκτη και εκτός δείγματος.
Ένα πρόβλημα με τον Προπορευόμενο Δείκτη, αλλά και με τους άλλους δείκτες, είναι ότι πολλές φορές οι μεταβλητές που χρησιμοποιεί έχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να επιλέξουμε ποια μεταβλητή θα κρατήσουμε και ποια θα αποβάλλουμε. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες στις Η.Π.Α. ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή μειώθηκε, ενώ ο δείκτης νεοανεγειρομένων οικοδομών αυξήθηκε. Για να αποφύγουμε αυτό το πρόβλημα, οι προβλέψεις μας θα πρέπει να βασίζονται σε ένα σταθμικό μέσο όρο των παραπάνω μεταβλητών.
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το χρονικό σημείο στροφής από διαστολή σε συστολή ή το ανάποδο. Ο κανόνας που συχνά χρησιμοποιείται είναι τρεις συναπτές μειώσεις στον Προπορευόμενο Δείκτη σηματοδοτούν ένα σημείο στροφής, ότι ίσως επίκειται η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο τρόπος αυτός ήταν χρήσιμος στην πρόβλεψη της ύφεσης του 1973, αλλά έδωσε μικτά αποτελέσματα για την ύφεση του 1980 και δεν βοήθησε καθόλου στην πρόβλεψη της ύφεσης του 1981 και του 1990, ενώ έδωσε λανθασμένα αποτελέσματα για τις υφέσεις του 1987 και του 1995.
Οι Diebold και Rudebusch (1989) χρησιμοποίησαν μία πιο εξεζητημένη προσέγγιση για να εντοπίσουν και να υπολογίσουν για κάθε χρονική στιγμή την πιθανότητα εμφάνισης του σημείου στροφής. Αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιεί το υπόδειγμα Αλλαγής Καθεστώτος (Regime – Switching Model), επειδή σε κάθε χρονική στιγμή η πιθανότητα αναθεωρείται, αφού λαμβάνουμε υπόψη νέα στοιχεία. Η μέθοδος αυτή ονομάζεται Προσέγγιση των Διαδοχικών Πιθανοτήτων των Σημείων Στροφής (Sequential – Probability – of –Turning- Point Approach). Οι Diebold και Rudebusch βρήκαν ότι αυτή η προσέγγιση συμπεριφέρεται καλύτερα από τον κανόνα των τριών συναπτών μειώσεων στην πρόβλεψη των μεταπολεμικών υφέσεων.
Ως Προπορευόμενοι Δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και χρηματοοικονομικές μεταβλητές. Στο άρθρο των Estrella και Mishkin (1998) εξετάζεται η προβλεπτική ικανότητα των χρηματοοικονομικών μεταβλητών. Μεταβλητές όπως το επιτόκιο, οι τιμές των μετοχών, αλλά και άλλες χρηματοοικονομικές μεταβλητές αξιολογούνται σε συνδυασμό με άλλες χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές μεταβλητές και σε αναλύσεις εκτός δείγματος για ένα μέχρι οχτώ τρίμηνα στο μέλλον. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τιμές των μετοχών είναι χρήσιμες για χρονικό ορίζοντα ενός ή τριών τριμήνων. Το άρθρο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην πρόβλεψη της ύφεσης και όχι στην ποσοτική μέτρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι λόγοι για τους οποίους χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικές μεταβλητές είναι δύο. Πρώτον, οι δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διπλό έλεγχο, θεωρητικό και οικονομετρικό. Δεύτερον, η απλότητα αυτών των δεικτών. Το βασικό μοντέλο που χρησιμοποιούν ώστε να μετρήσουν την προβλεπτική ικανότητα των μεταβλητών σε σχέση με τις μελλοντικές υφέσεις είναι τo υπόδειγμα “probit” (παράρτημα 2) , Estrella και Hardouvelis, 1991, Estrella & Mishkin, 1998, και Chin, Geweke και Miller, 2000. Σε αυτό το υπόδειγμα οι μεταβλητές που περιλαμβάνονται επιλέγονται σύμφωνα με την ικανότητά τους να προβλέπουν μια ύφεση του παρελθόντος. Το πρόβλημα με αυτό το μοντέλο είναι ότι επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις υφέσεις και οι υφέσεις είναι σπάνιες. Ένα επιπρόσθετο μειονέκτημα των υποδειγμάτων “Probit”(παράρτημα 2) είναι ότι οι επιλογές στην οικονομική πολιτική μπορούν να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισης της ύφεσης, όμως τα μοντέλα αυτά δεν μπορούν να διαχωρίσουν την επίπτωση της οικονομικής πολιτικής και των διαταραχών (shocks) που προέρχονται από άλλους παράγοντες.
Οι King και Watson (1993) συσχέτισαν μέσω του οικονομικού κύκλου, το ονομαστικό χρήμα με την πραγματική οικονομική δραστηριότητα στην Αμερική εκτιμώντας τρία διαφορετικά μοντέλα. Το πρώτο αφορά το μοντέλο του πραγματικού οικονομικού κύκλου με ενδογενές χρήμα. Στο δεύτερο μοντέλο, το χρήμα θεωρήθηκε ουδέτερο εξαιτίας της αναπροσαρμογής των τιμών των προϊόντων. Στο τρίτο, πάλι το χρήμα θεωρήθηκε ουδέτερο, εξαιτίας όμως της αναπροσαρμογής του χαρτοφυλακίου.
Στην ανάλυση αυτή, αποδεικνύεται ότι στον πραγματικό οικονομικό κύκλο οι νομισματικές αλλαγές μπορούν να προβλέψουν την πραγματική οικονομική δραστηριότητα και αυτό, γιατί η παραγωγικότητα και το χρήμα σχετίζονται με τις πηγές που προκαλούν διαταραχές στην οικονομία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα σχετικά με την προβλεπτική ικανότητα νομισματικών μεταβλητών.
Συγκεκριμένα, εντόπισαν ισχυρή θετική σχέση της ονομαστικής προσφοράς χρήματος (nominal money stock) και των διακυμάνσεων της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη του οικονομικού κύκλου στην Αμερική, είναι ότι το ονομαστικό χρήμα αναδεικνύεται σε Προπορευόμενο Δείκτη της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που σημαίνει, πως μία αύξηση της ποσότητας χρήματος στο παρόν θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα προϊόντος στο μέλλον.
Ένας εναλλακτικός τρόπος πρόβλεψης των σημείων εναλλαγής είναι τα Οικονομετρικά μοντέλα. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι χειρισμού του προβλήματος πρόβλεψης των σημείων στροφής. Ο πρώτος είναι να βασιστούμε στα στατιστικά μοντέλα, τα οποία κατασκευάζονται για να προβλέψουν τις μελλοντικές τιμές των οικονομικών μεταβλητών, μία εκ των οποίων είναι και το πραγματικό Α.Ε.Π. Ο άλλος είναι να κατασκευάσουμε ένα μοντέλο το οποίο εστιάζει άμεσα στην πρόβλεψη του σημείου στροφής. Γνωστά παραδείγματα οικονομετρικών μοντέλων είναι τα διαρθρωτικά υποδείγματα (structural models). Αυτά τα μοντέλα συνήθως χρησιμοποιούν ένα σύστημα εξισώσεων του οποίου οι επιμέρους εξισώσεις αντιπροσωπεύουν κάποια συγκεκριμένη πτυχή της οικονομικής θεωρίας (συμπεριφορά καταναλωτών, παραγωγών κτλ). Αρκετά μοντέλα προβλέψεων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, όπως πχ το υπόδειγμα Penn- MIT.
Όλα αυτά τα μοντέλα συμπεριλαμβάνουν φανερά ή σιωπηρά άποψη για τους οικονομικούς κύκλους. Η δομή των υποδειγμάτων παραμένει σταθερή και δεν αλλάζει εξαιτίας της συστολής ή της διαστολής. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην συστολή και τη διαστολή εντοπίζεται στο πρόσημο και πιθανόν στο μέγεθος της διάρκειας που προκλήθηκε από τη διαταραχή στην οικονομία (Stock και Waston, 1989, και Diebold και Rudebusch 1996).
Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται από την ομοσπονδιακή τράπεζα της Ατλάντα (Atlanta Fed) είναι το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα (Bayesian VAR, BVAR) το οποίο είναι λιγότερο ακριβές στην εκτίμηση της ύφεσης από ό,τι οι προπορευόμενοι δείκτες που προτάθηκαν από τους Estrella και Miskin, (1998). Το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα περιλαμβάνει έξι μεταβλητές, οι οποίες είναι διαθέσιμες από το 1959: το επιτόκιο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή (CPI), η προσφορά χρήματος M2 (παράρτημα 3), η τιμή του πετρελαίου, η ανεργία και το πραγματικό Α.Ε.Π. Όλες οι μεταβλητές, με εξαίρεση το πραγματικό Α.Ε.Π., είναι διαθέσιμες σε μηνιαία στοιχεία και εκφράζονται με λογαρίθμους. Σύμφωνα με τη Μπεϋσιανή παράδοση, το μοντέλο χρησιμοποιεί προγενέστερες πληροφορίες για να εκτιμήσει τις παραμέτρους.
Η πιθανότητα της ύφεσης εκτιμάται ακολουθώντας τα εξής βήματα (εκτίμηση εκτός δείγματος). α) εκτιμούμε το μοντέλο χρησιμοποιώντας μόνο τα στοιχεία τα οποία είναι διαθέσιμα, β) χρησιμοποιούμε τη διαδικασία Monte Carlo (παράρτημα 4) για να δημιουργούμε 2000 σειρές από την κατανομή πιθανότητας της πρόβλεψης του πραγματικού Α.Ε.Π. γ) για κάθε σειρά προσδιορίζουμε αν η ύφεση θα συμβεί στα επόμενα 8 τρίμηνα ή όχι και δ) προσδιορίζουμε την εκτίμηση που αφορά στην πιθανότητα της ύφεσης. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας.
Πρώτον, το μοντέλο βασίζεται μόνο στα διαθέσιμα στοιχεία (δηλαδή στα στοιχεία μέχρι πριν τη χρονική στιγμή που θέλουμε να εκτιμήσουμε). Δεύτερον, εκτιμάει την πιθανότητα της ύφεσης που πρόκειται να συμβεί στα επόμενα 8 τρίμηνα, συμπεριλαμβανόμενου και του τρέχοντος τριμήνου.
Υπάρχουν δύο λόγοι για να εκτιμήσουμε τις πιθανότητες με αυτόν τον τρόπο. Πρώτον, μας επιτρέπει τη σύγκριση της ακρίβειας του αποτελέσματος της εκτίμησης, που προκύπτει από το Μπεϋσιανό Αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα, σε σχέση με το αποτέλεσμα του Προπορευόμενου Δείκτη, που δεν προβλέπει με ακρίβεια την ύφεση. Δεύτερον, από την πλευρά των ατόμων που αποφασίζουν και σχεδιάζουν την οικονομική πολιτική, η ακριβής εκτίμηση της χρονικής στιγμής της ύφεσης είναι λιγότερο σημαντική από την εκτίμηση και τον καθορισμό της πιθανότητας της ύφεσης στο άμεσο μέλλον.
Η προβλεπτική ικανότητα των BVAR σε απόλυτους όρους, αλλά και σε σχέση με τον Προπορευόμενο Δείκτη ποικίλλει. Το BVAR προέβλεψε την ύφεση του 1973 και του 1980. Για το 1973, προέβλεπε την ύφεση μερικούς μήνες νωρίτερα από ότι τελικά συνέβη, ενώ η πρόβλεψη του Προπορευόμενου Δείκτη ήταν πιο εύστοχη. Για την ύφεση του 1980, οι προειδοποιήσεις του BVAR αποδείχθηκαν πιο εύστοχες από ότι οι προειδοποιήσεις του Προπορευόμενου Δείκτη. Για την ύφεση του 1981, το BVAR έδωσε πολύ ξεκάθαρη πρόβλεψη στην αρχή του χρόνου, ενώ ο Προπορευόμενος Δείκτης δεν έκανε καμία πρόβλεψη. Ωστόσο, η προβλεπτική ικανότητα του BVAR δεν είναι σταθερή, αλλά μειώνεται κάτω από το 50% λίγο πριν την ύφεση. Τέλος, και τα δύο υποδείγματα, το BVAR και ο Προπορευόμενος Δείκτης, απέτυχαν να προβλέψουν την ύφεση του 1990. Ενώ, για τις υφέσεις του 1987 και του 1995 και τα δύο υποδείγματα έδωσαν λανθασμένες προβλέψεις. Το BVAR έχει καλύτερη προβλεπτική ικανότητα από τον Προπορευόμενο Δείκτη, οι προβλέψεις του οποίου βασίζονται σε αφελείς κανόνες, σύμφωνα με τον Del Negro (2001).
Για όλες τις υφέσεις, μετά το 1970, το μοντέλο των Estrella – Mishkin είναι πιο επίκαιρο και πιο ακριβές από το BVAR και ιδίως για τις τρεις τελευταίες υφέσεις. Για να βελτιωθεί η προβλεπτική ικανότητα των BVAR το μοντέλο ενισχύεται με μια ακόμη μεταβλητή από τη λίστα που είδαμε νωρίτερα, η οποία έχει προβλεπτική ικανότητα.

Ιστορική Αναδρομή Οικονομικών Κύκλων

1ος οικονομικός κύκλος:
Ο πρώτος οικονομικός κύκλος, ο οποίος είναι γνωστός και ως Κοντράντιεφ (παράρτημα 1) της ατμομηχανής, άρχισε την ανοδική του πορεία το 1780-90 και έφτασε στη κορυφή του το 1810-17 για να αρχίσει μετά να πέφτει μέχρις ότου ολοκληρώθηκε η περιοδικότητα του, περίπου, το 1850 (πτώση 1810-17 έως 1844-50). Ουσιαστικά, πρόκειται για την περίοδο της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης

2ος οικονομικός κύκλος:
Ο δεύτερος κύκλος που διαδέχτηκε το πρώτο, χαρακτηρίσθηκε από τις εφαρμογές του πρώτου: σιδηροδρομική ατμομηχανή, σιδηροδρόμους και βιομηχανία χάλυβος. Άρχισε την ανοδική του πορεία, περίπου, μεταξύ 1844-50, σταθεροποιήθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1860 (1870-75), αρχίζοντας μετά την καθοδική του πορεία, μέχρι που έφτασε στο κατώτατο σημείο του το 1896 (πτώση: 1870-75 έως 1890-96). Πρόκειται για την περίοδο της πρώτης τεχνολογικής επανάστασης που τη χαρακτήρισε η διάδοση των μηχανικά παραγμένων ατμομηχανών ως κινητήριου μηχανισμού σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους

3ος οικονομικός κύκλος:
Ο τρίτος κύκλος ξεκίνησε την ανοδική του πορεία, σχηματικά, το 1896. Έφτασε στην κορυφή του το 1920, αρχίζοντας κατόπιν την πτωτική του φάση, σημειώνοντας μετά το κραχ του 1929 απότομη πτώση, την οποία ολοκλήρωσε ουσιαστικά το χρονικό διάστημα 1940-45 (άνοδος: 1890-96 έως 1914-20, πτώση: 1914-20 έως 1940-45). Το τρίτο μακρύ κύμα είναι γνωστό και ως Κοντράντιεφ του ηλεκτρισμού και της μηχανής εσωτερικής καύσεως και πρόκειται για τη δεύτερη τεχνολογική επανάσταση. Οι κύριες τεχνολογίες του εν λόγω αναπτυξιακού κύματος διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες του πρώτου και του δεύτερου. Η έμφαση είναι στις καινοτομίες νέων προϊόντων όπως αυτοκίνητα, τηλέφωνα, γραμμόφωνα, γραφομηχανές, φωτογραφικές μηχανές, αεροπλάνα, ραδιόφωνα κλπ. Για τις χώρες που καινοτομούσαν η αύξηση της παραγωγής ήταν πολύ ταχεία και δημιουργήθηκαν διεθνώς ανάγκες για πρώτες ύλες (χαλκός, λάστιχο, πετρέλαιο), οι οποίες άρχισαν να εισάγονται από τις αποικιακές χώρες μέσω της στυγνής εκμετάλλευσής τους από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.

4ος οικονομικός κύκλος:
Οι τεράστιες επενδύσεις σε εξοπλισμούς στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, καθώς επίσης και η προηγούμενη σφοδρότητα του οικονομικού κραχ του 1929, μέσω του οποίου εκκαθαρίστηκε η καπιταλιστική οικονομία από τα συσσωρευμένα προβλήματά της, έφεραν το ξεκίνημα του τέταρτου οικονομικού κύκλου, το οποίο ξεκίνησε την ανοδική του πορεία, ουσιαστικά, από το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, για ευκολία θα μπορούσαμε να πούμε από το 1945, αναδεικνύοντας τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη και ως ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας. Ο εν λόγω κύκλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη νέων τομέων, όπως της βιομηχανίας χημείας, της ατομικής ενέργειας, του αεροθούμενου, των μεταφορών, των επικοινωνιών, των ηλεκτρονικών κλπ., καθώς επίσης από τη μαζική μεταφορά κεφαλαίων και τεχνολογίας από τις ΗΠΑ προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης για την οικονομική τους ανόρθωση από τις καταστροφές που επέφερε ο πόλεμος, όλ’ αυτά έδωσαν ώθηση για μια νέα ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Ποτέ άλλοτε η παγκόσμια οικονομία δεν είχε γνωρίσει τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η απαρχή της φάσης ύφεσης του τέταρτου μακρού κύματος χρονολογείται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δηλαδή την εποχή που ο στασιμοπληθωρισμός αρχίζει να αυξάνεται. Επιπλέον, ένας εξωγενής παράγοντας, όπως ήταν οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (η μία το 1973 και η άλλη το 1979), επαύξησαν τα ήδη συσσωρευμένα προβλήματα της διεθνούς οικονομίας. Η μείωση των επενδύσεων και το κλείσιμο επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού κέρδους και της κρίσης υπερσυσσώρευσης, η οποία, πάλι σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεκινά από το 1974, είχαν άμεσες συνέπειες στην απασχόληση και στην αύξηση της ανεργίας. Ταυτόχρονα, η επιβράδυνση των επενδύσεων συνοδεύτηκε (εξαιτίας της αύξησης του ανταγωνισμού) από υποκατάσταση της εργασίας από κεφάλαιο, λόγω της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, η οποία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας.

Φάσεις Οικονομικού Κύκλου

Από τον 19ο αιώνα ακόμα ο Μαρξ, μελετώντας την πορεία εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομίας, επεξεργάστηκε τη θεωρία του οικονομικού κύκλου και των οικονομικών κρίσεων, που στα πλαίσια του συστήματος είναι, σε κάθε περίπτωση, νομοτελειακές. Ανεξάρτητα από τις μορφές με τις οποίες μπορεί να εκδηλώνονται οι κρίσεις αυτές στα πλαίσια των κρατικό-μονοπωλιακών ρυθμίσεων και ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή την περιοδικότητά τους, το βέβαιο είναι ότι κάθε τόσο αγκαλιάζουν τις οικονομίες των καπιταλιστικών χωρών.
O οικονομικός κύκλος χωρίζεται σε τέσσερις φάσεις, η χρονική διάρκεια των οποίων δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες και κύρια από το βάθος της κρίσης και τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Για τη δική μας αντίληψη κυριότερη φάση του οικονομικού κύκλου είναι η φάση της κρίσης, επειδή το βάθος, η διάρκεια και η έκτασή της προσδιορίζει:
• Το μέγεθος της επίθεσης που θα δεχτούν οι εργαζόμενοι (μείωση μισθών, πτώση αγροτικών τιμών, περιορισμός δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια).
• Το εύρος των παραγωγικών μονάδων της οικονομίας που θα οδηγηθούν στην καταστροφή (ανεργία, υποαπασχόληση, επενδύσεις κ.ο.κ.).
• Τις προοπτικές και τους ρυθμούς εξόδου από αυτή.
• Τις ανακατατάξεις που θα συντελεστούν στους κόλπους της άρχουσας τάξης.
• Τους ρυθμούς και τις προοπτικές διεξόδου από αυτή.
Χωρίς να αποκλείονται ταλαντεύσεις και πισωγυρίσματα στα πλαίσια ενός και μόνο κύκλου, οι φάσεις είναι οι ακόλουθες:
Πρώτη, η φάση της κρίσης: Στα όριά της σημειώνεται συνεχής πτώση της παραγωγής. Στην εξεταζόμενη, δηλαδή, περίοδο έχουμε μικρότερο όγκο παραγωγής εμπορευμάτων από την προηγούμενη. Συγκεκριμένα τα συμπτώματα της κρίσης είναι τα εξής:
- Η πώληση των εμπορευμάτων γίνεται δύσκολη.
- Ο καπιταλιστής, που δεν πούλησε τα εμπορεύματά του, δεν μπορεί να αγοράσει τα μέσα παραγωγής.
- Οι καπιταλιστές τρέχουν στις τράπεζες για να πάρουν δάνεια.
- Η ζήτηση χρημάτων μεγαλώνει και τα επιτόκια αυξάνονται.
- Οι τράπεζες που δεν έχουν αρκετή ποσότητα δικών τους κεφαλαίων, χρεοκοπούν.
- Οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη.
- Η ανεργία μεγαλώνει.
- Η παραγωγή σε άλλες επιχειρήσεις σταματάει και σε άλλες μειώνεται.
- Η πτώση της παραγωγής συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που αποκαθίσταται η αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση.

Δεύτερη, η φάση της ύφεσης (στασιμότητας). Η έναρξη της φάσης αυτής αρχίζει όταν σταματάει η πτωτική τάση της παραγωγής και η οικονομία περνά σε μια φάση στασιμότητας. Συγκεκριμένα τα συμπτώματα της φάσης αυτής είναι:
- Η παραγωγή παύει να μειώνεται, αλλά και δεν αυξάνεται.
- Ο αριθμός των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων και τραπεζών ελαττώνεται.
- Τα αποθέματα εμπορευμάτων βαθμιαία απορροφώνται.
- Ένα μέρος των εμπορευμάτων οι καπιταλιστές το καταστρέφουν, για να συγκρατήσουν την πτώση των τιμών.
- Το άλλο μέρος των εμπορευμάτων πουλιέται βαθμιαία, γιατί η διαδικασία της κατανάλωσης δεν μπορεί να σταματήσει τελείως.
- Οι καπιταλιστές που έχουν χρηματικά κεφάλαια, όταν πειστούν ότι η κρίση τελείωσε, αρχίζουν να αναζητούν τρόπους τοποθέτησης των κεφαλαίων τους.
- Τώρα η προσφορά χρήματος μεγαλώνει.
- Οι βιομήχανοι για να πάρουν το μέσο κέρδος δυναμώνουν την εκμετάλλευση και αρχίζουν να εισάγουν τεχνικές τελειώσεις (εφευρέσεις), να ανανεώνουν το πάγιο κεφάλαιό τους.
Έτσι, συντελείται το πέρασμα από τη στασιμότητα στην αναζωογόνηση
Τρίτη, η φάση της αναζωογόνησης ή της ανάκαμψης. Εδώ η παραγωγή παρουσιάζει αυξητική τάση, αλλά το επίπεδό της δεν έχει καλύψει ακόμα τα προ της κρίσης επίπεδα και υπολείπεται από αυτά. Συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά της είναι τα εξής:
- Χάρη στον τεχνικό επανεξοπλισμό της παραγωγής μεγαλώνει η ζήτηση μηχανών.
- Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους καπιταλιστές της πρώτης υποδιαίρεσης να διευρύνουν την παραγωγή τους, αρχίζουν την πρόσληψη συμπληρωματικής - εργατικής δύναμης.
- Η ανεργία μειώνεται.
- Αυξάνεται η ζήτηση των ειδών κατανάλωσης, που σπρώχνει στη διεύρυνση της δεύτερης υποδιαίρεσης, δηλαδή την παραγωγή των ειδών κατανάλωσης.
Ύστερα από όλα αυτά, η οικονομία φτάνει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από την κρίση και η αναζωογόνηση περνάει σε άνοδο.

Τέταρτη, η φάση της ανόδου. Η παραγωγή έχει καλύψει τα προ της κρίσης επίπεδα και εξακολουθεί να εξελίσσεται με αυξανόμενους ρυθμούς. Τα χαρακτηριστικά της φάσης αυτής είναι τα εξής:
- Η παραγωγή αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς.
- Χτίζονται νέα εργοστάσια.
- Μεγαλώνει η εισροή εμπορευμάτων στην αγορά.
-Αρχίζουν και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της υπερπαραγωγής σε λανθάνουσα μορφή.
- Αυτή η πορεία συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που οι διαστάσεις της παραγωγής ξεπεράσουν σημαντικά την απορροφητική ικανότητα της αγοράς, οπότε και ξεσπάει νέα κρίση.

Τι είναι οικονομικός κύκλος;


Η ενασχόλησή μας με τις οικονομικές διακυμάνσεις καθιστά αναγκαίο τον αποσαφηνισμό του όρου οικονομικός κύκλος.
Οι οικονομικοί κύκλοι διακρίνονται ανάμεσα στους: κλασικούς οικονομικούς κύκλους (classical cycles), που αναφέρονται στις διακυμάνσεις του επιπέδου της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, και στους οικονομικούς κύκλους, που αναφέρονται στις διακυμάνσεις του ποσοστού μεγέθυνσης της οικονομίας, γύρω από μία μακροχρόνια τάση ανάπτυξης (growth cycles). Η διάκριση αυτή βοηθάει στην κατανόηση της πληθώρας των διακυμάνσεων που συμβαίνουν στην οικονομία. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό για τους ασκούντες οικονομική πολιτική να γνωρίζουν αν η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που προβλέπεται, από τους Προπορευόμενους Οικονομικούς Δείκτες (leading economic indicators) και συμβαίνει, είναι πιθανό να οδηγήσει σε μία ύφεση και έπειτα πόσο βαθιά και παρατεταμένη η ύφεση μπορεί να είναι.
Ο κλασικός ορισμός με τον οποίο και θα ασχοληθούμε στην εργασία μας αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία και είναι ο εξής:
Οικονομικός - επιχειρηματικός κύκλος είναι ο τύπος των διακυμάνσεων που εντοπίζουμε στην συνολική οικονομική δραστηριότητα των εθνών και εκφράζεται μέσα από τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων: ο κύκλος αποτελείται από διαστολές, που συμβαίνουν περίπου την ίδια χρονική στιγμή σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες, ακολουθείται από παρόμοιες γενικές συστολές και υφέσεις, που οδηγούν στη φάση της ανόδου του επόμενου οικονομικού κύκλου. Αυτή η σειρά των αλλαγών είναι επαναλαμβανόμενη, αλλά όχι περιοδική. Η διάρκεια του οικονομικού κύκλου ποικίλει από περισσότερο του ενός χρόνου μέχρι δέκα ή δώδεκα χρόνια και δεν διαιρείται σε μικρότερους κύκλους με παρόμοια χαρακτηριστικά .

Ο ορισμός των Burns και Mitchell δίνει έμφαση σε τρία σημαντικά χαρακτηριστικά του οικονομικού κύκλου, που είναι η διάρκεια, το βάθος και η διάχυση. Για παράδειγμα, η ύφεση πρέπει να έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια, να σημειώνεται ουσιαστική πτώση στην παραγωγή και θα πρέπει να επηρεάζει πολλούς τομείς της οικονομίας.
Σε έναν οικονομικό κύκλο παρατηρούμε τα σημεία στροφής (turning points), που είναι το κατώτατο σημείο (trough) και το ανώτατο σημείο ή κορυφή (peak) του οικονομικού κύκλου. Η κορυφή προηγείται της πτώσης στην οικονομική δραστηριότητα και το κατώτατο σημείο προηγείται της οικονομικής άνθησης. Σύμφωνα με τον Arthur Okun, τα σημεία στροφής ορίζονται ως εξής:
Η αρχή της ύφεσης (το τέλος της ανόδου) ορίζεται ως το πρώτο από τα δύο συναπτά τρίμηνα της πτώσης του πραγματικού Α.Ε.Π. και το τέλος της ύφεσης (η αρχή της ανόδου) σημειώνεται με το πρώτο από τα δύο συναπτά τρίμηνα ανόδου του πραγματικού Α.Ε.Π. .
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του οικονομικού κύκλου σύμφωνα με τον Bergman.
Πρώτον, ο οικονομικός κύκλος υπολογίζεται είτε από κορυφή σε κορυφή, είτε από κατώτατο σημείο σε κατώτατο σημείο.
Δεύτερον, παρατηρείται ασυμμετρία στον οικονομικό κύκλο Συγκεκριμένα, η φάση της διαστολής είναι κατά κανόνα μεγαλύτερη από την φάση της συστολής. Για την ακρίβεια, η απόσταση από την κορυφή στο κατώτατο σημείο είναι συνήθως μικρότερη από ό,τι η απόσταση από το κατώτατο σημείο στην κορυφή. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, οι πιο πολλοί οικονομικοί κύκλοι διήρκεσαν τρία με πέντε χρόνια από κορυφή σε κορυφή. Η μέση διάρκεια των διαστολών ήταν 44,8 μήνες και των συστολών ήταν 11 μήνες. Σε αντίθεση, η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας από το 1929 – 1933, που οδήγησε στη μεγάλη ύφεση το 1933, διήρκεσε 43 μήνες. Η ασυμμετρία στον οικονομικό κύκλο απασχόλησε και τον Keynes (1936).
Τρίτον, τόσο ο μέσος όσο και η διακύμανση του οικονομικού κύκλου είναι πεπερασμένοι αριθμοί και δεν εξαρτώνται από τον χρόνο. Με άλλα λόγια ο οικονομικός κύκλος είναι μία σταθερή ως προς το μέσο, επαναλαμβανόμενη χρονολογική σειρά.